φουσινίτης

φουσινίτης
ο, Ν
γεωλ. κύριο συστατικό τών γαιανθράκων στο οποίο έχει διατηρηθεί ο ξυλώδης ιστός τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fusinite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”